Με την ενεργειακή μετάβαση να έχει εκτοξεύσει τη ζήτηση για λύσεις που ελαχιστοποιούν το ενεργειακό αποτύπωμα επιχειρήσεων και οργανισμών, η ελληνική αγορά της πράσινης ενέργειας προσελκύει νέους παίκτες. Σε αυτό το υπόβαθρο εντάσσεται η έναρξη δραστηριοποίησης στην Ελλάδα του πορτογαλικού ομίλου Greenvolt που συμπράττει με τον όμιλο Globalsat, προσφέροντας ολοκληρωμένες λύσεις ενεργειακής εξοικονόμησης για επιχειρήσεις.
Για την απόφαση της Greenvolt η Ελλάδα να αποτελέσει την τέταρτη ευρωπαϊκή αγορά στην οποία επεκτείνεται στον τομέα της κατανεμημένης ηλεκτροπαραγωγής από ανανεώσιμες πηγές μιλάει στο Moneyreview.gr ο Γενικός Διευθυντής της Greenvolt Next Greece (μέσω της οποίας θα δραστηριοποιηθεί στην χώρα μας ο όμιλος) Ruben Carvalho.
«Η Greenvolt δραστηριοποιείται στον τομέα των Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας, παρέχοντας 100% πράσινη ενέργεια μέσω πολλαπλών τεχνολογιών. Παράγουμε ενέργεια από υπολειμματική βιομάζα, προωθούμε μεγάλης κλίμακας αιολικά και ενεργειακά έργα, ενώ παραμένουμε προσηλωμένοι στην κατανεμημένη παραγωγή ηλιακής ενέργειας, τόσο για αυτοκατανάλωση όσο και μέσω του concept των ενεργειακών κοινοτήτων.
Κι αυτό όχι μόνο με σκοπό την εξασφάλιση φθηνότερης ενέργειας, αλλά και για αμιγώς περιβαλλοντικού χαρακτήρα παραμέτρους που σχετίζονται με την επιδίωξή μας να συμβάλλουμε στην απεξάρτηση της οικονομίας από τον άνθρακα. Επιπλέον, η ελληνική κυβέρνηση έχει δεσμευτεί να ισχυροποιήσει την παραγωγή ενέργειας από ΑΠΕ, σύμφωνα με το REPower EU. Υπάρχουν λοιπόν, και σαφή κίνητρα για επενδύσεις στις Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας, συγκεκριμένα όσον αφορά τις λύσεις κατανεμημένης παραγωγής για την αυτοκατανάλωση από επιχειρήσεις, όπου η Greenvolt διαθέτει τεχνογνωσία» εξηγεί ο Carvalho.
Το μοντέλο των PPAs
«Κομίζουμε στην ελληνική αγορά και μια ικανότητα άριστου σχεδιασμού και εκτέλεσης, όντας σε θέση να ανταποκριθούμε στις προκλήσεις για την παροχή προϊόντων και υπηρεσιών υψηλής ποιότητας. Επιπλέον, είμαστε σε θέση να προσφέρουμε στις επιχειρήσεις τη δυνατότητα να καρπωθούν την προστιθέμενη αξία των ΑΠΕ, χωρίς την ανάγκη αρχικής επένδυσης» προσθέτει.
Ο ίδιος θεωρεί ως συγκριτικό πλεονέκτημα της Greenvolt Next Greece την λύση των διμερών συμβάσεων αγοράς ενέργειας (PPAs). Πρόκειται για «ένα πρωτοποριακό επιχειρηματικό μοντέλο που πρώτη εισάγει στην ελληνική αγορά η εταιρεία και μπορεί να διαφοροποιήσει σημαντικά την αγορά των φωτοβολταϊκών έργων ιδιοκατανάλωσης».
«Μέσα από το μοντέλο αυτό η Greenvolt Next αναλαμβάνει πλήρως και εξ ολοκλήρου την αδειοδότηση, τη μελέτη, το σχεδιασμό, την εγκατάσταση, τη συντήρηση του φωτοβολταϊκού έργου, όλες τις λειτουργικές δαπάνες, το ρίσκο του έργου καθώς και τη χρηματοδότηση, χωρίς καμία επένδυση από την πλευρά των εταιρικών πελατών. Η επιχείρηση παραμένει προσηλωμένη στο δικό της αντικείμενο, επενδύει τα όποια διαθέσιμα κεφάλαια διαθέτει στην επέκταση των δραστηριοτήτων της και απολαμβάνει τα οφέλη της λειτουργίας ενός φωτοβολταϊκού συστήματος στις εγκαταστάσεις της.
Επιπρόσθετα περιορίζει την εξάρτησή της από το δίκτυο ηλεκτρικής ενέργειας, επιτυγχάνει μείωση των ρυθμιστικών τελών στον λογαριασμό ηλεκτρικής ενέργειας, αυξάνει την αξία των παγίων στοιχείων της, μειώνει το περιβαλλοντικό της αποτύπωμα και τελικά συμβάλλει σημαντικά στην ενεργειακή της μετάβαση και στη δημιουργία ενός πιο βιώσιμου κόσμου. Με την παραγωγή ενέργειας μέσω φωτοβολταϊκών panels, τα οποία είναι εγκατεστημένα στο κτίριο ή το οικόπεδο της επιχείρησης, η εταιρεία παράγει και καταναλώνει τη δική της ενέργεια και ταυτόχρονα εξοικονομεί στον λογαριασμό του ρεύματος» διευκρινίζει.
Οι ενεργειακές κοινότητες
Αναφερθείς στις ενεργειακές κοινότητες, ο managing director της Greenvolt Next Greece σημειώνει πως υπάρχουν μεγάλες δυνατότητες ανάπτυξης της διανεμημένης παραγωγής στην ελληνική αγορά, τόσο σε εταιρείες όσο και σε ιδιώτες.
«Από την πλευρά των επιχειρήσεων υπάρχει μεγάλη ζήτηση για τις λύσεις αυτοκατανάλωσης που προσφέρουμε, αναγνωρίζοντας τα οικονομικά και περιβαλλοντικά οφέλη. Ισχυρή ζήτηση για καθαρές πηγές ενέργειας εκδηλώνουν και οι μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις. Ένα από τα κίνητρα της κατανεμημένης παραγωγής ενέργειας είναι η χρήση των υφιστάμενων υποδομών (π.χ. κτήρια, γραφεία, βιοτεχνίες, εργοστάσια κ.λπ.) Εμείς αξιοποιούμε τις υποδομές του πελάτη για να εγκαταστήσουμε την ηλιακή πηγή ενέργειας. Για τους πελάτες ωστόσο που ο διαθέσιμος χώρος για μια ηλιακή εγκατάσταση είναι μια πρόκληση, οι κοινότητες ηλιακής ενέργειας αποτελούν τη βέλτιστη λύση διότι ο γείτονας μοιράζεται την πλεονάζουσα ηλιακή του ενέργεια. Αυτό που είναι απαραίτητο είναι ένα σαφές νομικό πλαίσιο σε ότι αφορά στις ενεργειακές κοινότητες που θα επιτρέψει την ανάπτυξή τους και θα δώσει απάντηση στους φυσικούς περιορισμούς της κατανεμημένης παραγωγής”.
Όπως λέει, η Ελλάδα έχει, ήδη, ιστορία στην ανάπτυξη κοινοτήτων ΑΠΕ, από το 2018, όταν καταρτίστηκε η σχετική νομοθεσία. Σε συνέχεια, όπως εξηγεί, αλλαγής του νομοθετικού πλαισίου, από το 2022 οι ενεργειακές κοινότητες έχουν αποκτήσει νέα δυναμική με την είσοδο εταιρειών που προωθούν τις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας σε αυτόν τον τομέα. «Αυτό το βήμα επιτάχυνε περαιτέρω τη δημιουργία αυτών των κοινοτήτων, επιτρέποντας στα άτομα, και συγκεκριμένα στις οικογένειες, να επωφεληθούν ταχύτερα από όλα τα συναφή οφέλη. Το μοντέλο που καθορίστηκε από τις ελληνικές αρχές και τροποποιείται στο πλαίσιο του νέου σχεδίου Νόμου που προωθεί το ΥΠΕΝ για την ενσωμάτωση της Οδηγίας (ΕΕ) 2018/2001, αν και με διαφορές σε σχέση με αυτό που παρατηρείται σε ορισμένες ευρωπαϊκές χώρες, είναι αυτό που, κατά την άποψή μας, εξασφαλίζει την ταχεία ανάπτυξη αυτών των κοινοτήτων, επιτρέποντας στη χώρα να κάνει μεγάλα βήματα προς τους στόχους που έχουν καθοριστεί για το 2030» τονίζει.
Το στοίχημα της ενεργειακής μετάβασης
Ποια πρόοδο όμως, καταγράφουν οι ελληνικές επιχειρήσεις όσον αφορά την ενεργειακή μετάβαση;
Όπως συμβαίνει και σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες, οι μεγάλες επιχειρήσεις έχουν συνειδητοποιήσει τα οφέλη των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας, ενώ οι μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις αν και βρίσκονται προς τη συγκεκριμένη κατεύθυνση έχουν ακόμη να διανύσουν μακρύ δρόμο. «Δεδομένης της απότομης αύξησης των τιμών της ενέργειας πέρυσι, παρατηρήσαμε σημαντική άνοδο της ζήτησης για λύσεις ΑΠΕ. Υπάρχει, από τις μεγάλες εταιρείες, αυξημένη ζήτηση για τις διμερές συμβάσεις αγοράς ενέργειας (PPAs), οι οποίες προσελκύουν πλέον και το ενδιαφέρον μικρότερων εταιρειών. Μεταξύ, δε, των ΜμΕ, το στοίχημα της αυτοκατανάλωσης είναι πολύ σοβαρό: θεωρείται ως η απάντηση στις υψηλότερες τιμές ενέργειας και στην αυξανόμενη πίεση να κάνουν το σπουδαίο άλμα στην ενεργειακή μετάβαση και τις μηδενικές εκπομπές” αναφέρει.
Για την αυτοπαραγωγή με ενεργειακό συμψηφισμό (net-metering), ο Ruben Carvalho σημειώνει ότι στην Ελλάδα, το net metering επιτρέπει στον καταναλωτή να καλύπτει σημαντικό μέρος της καταναλισκόμενης ενέργειας, χρησιμοποιώντας ένα διασυνδεδεμένο φωτοβολταϊκό σύστημα. Παράλληλα καθιστά εφικτή τη χρήση ενός δημόσιου δικτύου ηλεκτρικής ενέργειας για την έμμεση αποθήκευση της πράσινης ενέργειας που παράγεται από το φωτοβολταϊκό σύστημα του καταναλωτή.
“Tο προωθούμενο νέο σχέδιο νόμου του ΥΠΕΝ που προβλέπει την δυνατότητα πώλησης της πλεονάζουσας παραγόμενης ενέργειας, προσφέρει επιπλέον δυνατότητες στις εταιρείες σχετικά με την αξιοποίηση των φωτοβολταϊκών έργων ιδιοκατανάλωσης και οδηγεί την αγορά προς τις λύσεις φωτοβολταϊκών ηλιακών συλλεκτών που συνδέονται με μπαταρίες και κατ’ επέκταση σε αύξηση της ζήτησης σε προμηθευτές αυτών των συστημάτων” καταλήγει.